ἀπόρρητος PRONOUN
Count: 1
ShortDef
forbidden, secret
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (ἀπόρρητος)
LSJ (ἀπόρρητος)
Anabasis Mather (ἀπόρρητος)
Middle Liddell (ἀπόρρητος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἀπόρρητος
(ADJ)
1,368
ἀπόρρητος
(NOUN)
95
ἀπόρρητος
(ADV)
27
ἀπόρρητος
(VERB)
28
ἀπορρητος
(ADJ)
1
ἀπορρητος
(NOUN)
1
ἀπόρρητος
(x-)
1
ἀπόῤῥητος
(ADJ)
1