διαιτητήριον NOUN

Count: 3

ShortDef

the dwelling rooms of a house

Dictionaries

LSJ (διαιτητήριον)
Middle Liddell (διαιτητήριον)

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 2
ACC 1
GEN
DAT
VOC
TOTAL 3 [] []  

Form List

form parse count
διαιτητήριον NOM.SG NEUT 1
Διαιτητήριον NOM.SG NEUT 1
διαιτητήριον ACC.SG NEUT 1