τοποτηρητής NOUN

Count: 5

ShortDef

warden of a τόπος Ι.6

Dictionaries

LSJ (τοποτηρητής)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC 2
GEN 1
DAT 1
VOC
TOTAL 1 [] 4  

Form List

form parse count
τοποτηρητὴν ACC.SG MASC 1
τοποτηρηταί NOM.PL MASC 1
τοποτηρητὰς ACC.PL MASC 1
τοποτηρητῶν GEN.PL MASC 1
τοποτηρηταῖς DAT.PL MASC 1