ἐκκλησιαστικός NOUN

Count: 3

ShortDef

of or for the ἐκκλησία, assembly

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐκκλησιαστικός)
LSJ (ἐκκλησιαστικός)
Middle Liddell (ἐκκλησιαστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἐκκλησιαστικός (ADJ) 583
ἐκκλησιαστικός (ADV) 10
ἐκκλησιαστικος (ADJ) 8
εκκλησιαστικός (ADJ) 4
εκκλησιαστικός (NOUN) 2
ἐκκλησιαστικός (VERB) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC
GEN 1
DAT
VOC
TOTAL 2 [] []  

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM
ACC
GEN 1
DAT
VOC
TOTAL 1 [] []  

Form List

form parse count
Ἐκκλησιαστικὸς NOM.SG MASC 1
Ἐκκλησιαστικοῦ GEN.SG MASC 1
ἐκκΛησιαστικῆς GEN.SG FEM 1