ἄτρακτος NOUN

Count: 72

ShortDef

a spindle; arrow

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἄτρακτος)
LSJ (ἄτρακτος)
Lexicon Thucydideum (ἄτρακτος)
Middle Liddell (ἄτρακτος)

Form List

form parse count
ἄτρακτος NOM.SG MASC 5
ἄτρακτός NOM.SG MASC 2
ἄτρακτον ACC.SG MASC 32
ἄτρακτόν ACC.SG MASC 1
ἀτράκτου GEN.SG MASC 13
ἀτράκτῳ DAT.SG MASC 5
ἄτρακτοι NOM.PL MASC 1
ἀτράκτους ACC.PL MASC 6
ἀτράκτων GEN.PL MASC 3
ἀτράκτοις DAT.PL MASC 3
ἀτράκτοισι DAT.PL MASC 1