συριγμός NOUN

Count: 46

ShortDef

a whistling, hissing

Dictionaries

LSJ (συριγμός)
Middle Liddell (συριγμός)

Form List

form parse count
συριγμός NOM.SG MASC 3
συριγμὸς NOM.SG MASC 1
συριγμὸν ACC.SG MASC 14
συριγμόν ACC.SG MASC 6
συριγμοῦ GEN.SG MASC 3
συριγμῷ DAT.SG MASC 3
συριγμοὶ NOM.PL MASC 1
συριγμοὺς ACC.PL MASC 6
συριγμούς ACC.PL MASC 3
συριγμῶν GEN.PL MASC 2
συριγμοῖς DAT.PL MASC 4