βουκόλος NOUN

Count: 92

ShortDef

a cowherd, herdsman

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (βουκόλος)
Cunliffe (Lex Entries) (βουκόλος)
Middle Liddell (βουκόλος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

βούκολος (NOUN) 193
Βουκόλος (NOUN) 5

Form List

form parse count
βουκόλος NOM.SG MASC 14
βωκόλος NOM.SG MASC 1
βουκόλον ACC.SG MASC 12
βουκόλου GEN.SG MASC 11
βουκόλῳ DAT.SG MASC 3
βουκόλε VOC.SG MASC 1
βουκόλ’ VOC.SG MASC 1
βουκόλοι NOM.PL MASC 5
βουκόλους ACC.PL MASC 22
βουκόλων GEN.PL MASC 6
βουκόλοις DAT.PL MASC 16