συμπότης NOUN

Count: 130

ShortDef

a fellow-drinker, boon-companion

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμπότης)
LSJ (συμπότης)

Form List

form parse count
συμπότης NOM.SG MASC 15
ξυμπότης NOM.SG MASC 2
συμπότας NOM.SG MASC 2
συμπότην ACC.SG MASC 10
συμπόταν ACC.SG MASC 2
συμπότου GEN.SG MASC 3
συμπότῃ DAT.SG MASC 2
συμπόται NOM.PL MASC 17
ξυμπόται NOM.PL MASC 6
συμπότας ACC.PL MASC 17
ξυμπότας ACC.PL MASC 3
συμποτῶν GEN.PL MASC 20
ξυμποτῶν GEN.PL MASC 3
συμποτέων GEN.PL MASC 2
συμπόταις DAT.PL MASC 20
ξυμπόταις DAT.PL MASC 1
συμπόταισίν DAT.PL MASC 1
συμπόταισιν DAT.PL MASC 1
συμπόται VOC.PL MASC 3