ασκληπιος ADJ
Count: 4
ShortDef
No short def.
Dictionaries
No dictionary entries.
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἀσκληπιός
(NOUN)
607
ἀσκληπιός
(ADJ)
25
ἀσκληπίος
(NOUN)
12
ἀσκλήπιος
(NOUN)
6
ἀσκλήπιος
(ADJ)
1
̓ασκληπιός
(NOUN)
1
ἀσκληπίος
(ADJ)
1
ασκληπιος
(NOUN)
1
ασκληπιός
(NOUN)
1