ἰσημερινός NOUN

Count: 5

ShortDef

equinoctial

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἰσημερινός)
LSJ (ἰσημερινός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἰσημερινός (ADJ) 1,087
ῖσημερινός (ADJ) 1
ἰσημέρινος (NOUN) 1
ἱσημερινός (ADJ) 2
ἰσημερινος (NOUN) 2
ἰσημέρινος (ADJ) 1
ισημερινος (ADJ) 1
ἰσημερινός (ADJ) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC
GEN 3
DAT
VOC
TOTAL 4 [] []  

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC
GEN
DAT
VOC
TOTAL 1 [] []  

Form List

form parse count
Ἰσημερινὸς NOM.SG MASC 1
ἰσημερινοῦ GEN.SG MASC 2
ἰσημερνοῦ GEN.SG MASC 1
ἰσημερινή NOM.SG FEM 1