επίσκοπος NOUN
Count: 2
ShortDef
No short def.
    
  Dictionaries
No dictionary entries.
    
  Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
        ἐπίσκοπος
        (NOUN)
        3,295
      
    
      
        ἐπίσκοπος
        (ADJ)
        1,157
      
    
      
        ἐπίσκοπος
        (VERB)
        53
      
    
      
        ἐπίσκοπος
        (ADV)
        7
      
    
      
        ἐπισκοπός
        (VERB)
        2
      
    
      
        ἐπισκοπος
        (VERB)
        1
      
    
      
        ἐπισκοπός
        (ADJ)
        2
      
    
      
        ἐπίσκοπος
        (PREP)
        1
      
    
      
        ἐπισκοπος
        (NOUN)
        1