ἐξηγητικός NOUN

Count: 4

ShortDef

of or for narrative, explanatory

Dictionaries

LSJ (ἐξηγητικός)
Middle Liddell (ἐξηγητικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἐξηγητικός (ADJ) 138
εξηγητικος (NOUN) 7
ἐξηγητικός (ADV) 2
εξηγητικος (ADJ) 2
ἐξηγητικός (VERB) 1
εξηγητικός (NOUN) 1

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC 3
GEN
DAT
VOC
TOTAL 3 [] 1  

Form List

form parse count
ἐξηγητικόν NOM.SG NEUT 1
ἐξηγητικόν ACC.SG NEUT 2
ἐξηγητικά ACC.PL NEUT 1