παρακαταβολή NOUN

Count: 7

ShortDef

money deposited in court

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (παρακαταβολή)
LSJ (παρακαταβολή)
Middle Liddell (παρακαταβολή)

Form List

form parse count
Παρακαταβολή NOM.SG FEM 2
παρακαταβολή NOM.SG FEM 1
παρακαταβολὰς ACC.PL FEM 2
παρακαταβολάϲ ACC.PL FEM 1
παρακαταβολάς ACC.PL FEM 1