παρρησιαστικός ADV

Count: 2

ShortDef

freespoken

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (παρρησιαστικός)
LSJ (παρρησιαστικός)
Middle Liddell (παρρησιαστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

παρρησιαστικός (ADJ) 19
παρρησιαστικὸς (ADJ) 10
παρρησιαστικός (NOUN) 1

Form List

form parse count
παρρησιαστικῶς INDECL 2