πραγματεύομαι NOUN

Count: 2

ShortDef

to busy oneself, take trouble

Dictionaries

LSJ (πραγματεύομαι)
Middle Liddell (πραγματεύομαι)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πραγματεύομαι (VERB) 1,058
πραγματεύομαι (ADV) 27
πραγματεύομαι (ADJ) 16
πραγματεύομαι (INTJ) 6
πραγματεύομαι (PRONOUN) 1
πραγματεύομαι (PUNC) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM
ACC
GEN
DAT 2
VOC
TOTAL [] [] 2  

Form List

form parse count
πραγματευταῖς DAT.PL MASC 2