ἐπίσκοπος ADV

Count: 7

ShortDef

one who watches over, an overseer, guardian
hitting the mark

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐπίσκοπος)
LSJ (ἐπίσκοπος)
LSJ (ἐπίσκοπος)
Slater Pindar (ἐπίσκοπος)
Cunliffe (Lex Entries) (ἐπίσκοπος)
Middle Liddell (ἐπίσκοπος)
Middle Liddell (ἐπίσκοπος2)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἐπίσκοπος (NOUN) 3,295
ἐπίσκοπος (ADJ) 1,157
ἐπίσκοπος (VERB) 53
ἐπισκοπός (VERB) 2
επίσκοπος (NOUN) 2
ἐπισκοπος (VERB) 1
ἐπισκοπός (ADJ) 2
ἐπίσκοπος (PREP) 1
ἐπισκοπος (NOUN) 1

Form List

form parse count
ἐπισκόπως INDECL 2
ἐπίϲκοποι INDECL 2
ἐπίσκοποι INDECL 1
ἐπίσκοπος INDECL 1
Ἐπίϲκοποι INDECL 1