ἀριθμητικός NOUN

Count: 7

ShortDef

of or for reckoning, arithmetical

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀριθμητικός)
LSJ (ἀριθμητικός)
Middle Liddell (ἀριθμητικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀριθμητικός (ADJ) 735
ἀριθμητικός (ADV) 17
αριθμητικός (NOUN) 1
αριθμητικός (ADJ) 1

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 4
ACC 2
GEN
DAT
VOC
TOTAL 6 [] []  

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM
ACC 1
GEN
DAT
VOC
TOTAL 1 [] []  

Form List

form parse count
ἀριθμητική NOM.SG FEM 2
ἀριθμητικὴ NOM.SG FEM 2
ἀριθμητικήν ACC.SG FEM 2
ἀριθμητικόν ACC.SG NEUT 1