ἄϋλος NOUN
Count: 5
ShortDef
immaterial
Dictionaries
LSJ (ἄϋλος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
αὐλός
(NOUN)
1,224
ἄυλος
(ADJ)
256
αὖλος
(NOUN)
87
ἄυλος
(NOUN)
66
ἄυλος
(ADV)
13
ἄυλος
(PRONOUN)
28
αὐλός
(VERB)
8
ἄϋλος
(ADJ)
28
ἄϋλος
(ADV)
4
αὐλός
(ADJ)
11
αυλος
(NOUN)
3
αυλος
(x-)
1
αῦλος
(NOUN)
1
αύλος
(ADJ)
1
αὐλός
(ADV)
1
αὐλός
(PRONOUN)
1
αῦλος
(ADJ)
1
αὖλος
(ADJ)
2