συνουσιαστής NOUN

Count: 8

ShortDef

a companion, disciple

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνουσιαστής)
LSJ (συνουσιαστής)
Middle Liddell (συνουσιαστής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συνουσιαστής (ADJ) 4
συνουσιαστής (VERB) 1

Form List

form parse count
συνουσιαστής NOM.SG MASC 2
ϲυνουϲιαϲτήϲ NOM.SG MASC 1
συνουσιαστὴς NOM.SG MASC 1
συνουσιαστὴν ACC.SG MASC 1
συνουσιαστὰς ACC.PL MASC 1
συνουσιαστῶν GEN.PL MASC 2