περικάθαρμα NOUN

Count: 8

ShortDef

an off-scouring, refuse

Dictionaries

LSJ (περικάθαρμα)
Middle Liddell (περικάθαρμα)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

περικάθαρμα (ADJ) 5
περίκαθαρμα (NOUN) 1

Form List

form parse count
περικάθαρμα NOM.SG NEUT 2
περικάθαρμα ACC.SG NEUT 2
περικαθάρματα NOM.PL NEUT 2
Περικαθάρματα NOM.PL NEUT 1
περικαθάρματα ACC.PL NEUT 1