ἐξηγητικός ADV

Count: 2

ShortDef

of or for narrative, explanatory

Dictionaries

LSJ (ἐξηγητικός)
Middle Liddell (ἐξηγητικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἐξηγητικός (ADJ) 138
εξηγητικος (NOUN) 7
ἐξηγητικός (NOUN) 4
εξηγητικος (ADJ) 2
ἐξηγητικός (VERB) 1
εξηγητικός (NOUN) 1

Form List

form parse count
ἐξηγητικῶς INDECL 2