κατηγορέω NOUN

Count: 23

ShortDef

to speak against, to accuse

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατηγορέω)
LSJ (κατηγορέω)
Lexicon Thucydideum (κατηγορέω)
Middle Liddell (κατηγορέω)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κατηγορέω (VERB) 9,086
κατηγορέω (ADJ) 12
κατηγορέω (NUM) 1

Form List

form parse count
κατηγορού INDECL 1
Κατηγορευκότα NOM.SG MASC 1
Κατηγόρουν ACC.SG MASC 1
κατηγορου GEN.SG MASC 2
κατηγορόυ GEN.SG MASC 1
κατηγορού GEN.SG MASC 1
κατηγορήϲω GEN.SG MASC 1
Κατηγορῶ GEN.SG MASC 1
κατηγορῆται NOM.PL MASC 1
κατηγορῆϲαι NOM.PL MASC 1
κατηγοροῦπαϲ ACC.PL MASC 1
κατηγορή DAT.PL MASC 1
κατηγορή NOM.SG FEM 2
κατηγόρη NOM.SG FEM 1
κατηγοροῦϲα NOM.SG FEM 1
κατηγορεῖαι NOM.PL FEM 1
κατηγορήσεις NOM.PL FEM 1
κατηγοοὐχ GEN.PL FEM 1
κατηγορού NOM.SG NEUT 1
κατηγορούτὴν NOM.SG NEUT 1
κατηγορεῖατια NOM.PL NEUT 1