ὁμήρός NOUN
Count: 3
ShortDef
No short def.
    
  Dictionaries
No dictionary entries.
    
  Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
        ὅμηρος
        (NOUN)
        6,060
      
    
      
        ὄμηρος
        (NOUN)
        94
      
    
      
        ὁμηρος
        (NOUN)
        27
      
    
      
        ὁμηρός
        (NOUN)
        6
      
    
      
        όμηρος
        (NOUN)
        5
      
    
      
        ὅμηρος
        (ADJ)
        6
      
    
      
        ὁμῆρος
        (NOUN)
        1
      
    
      
        ὀμηρος
        (VERB)
        1
      
    
      
        ὁμηρός
        (ADJ)
        1
      
    
      
        ̔́ὅμηρος
        (CONJ)
        1
      
    
      
        ὀμηρός
        (NOUN)
        1
      
    
      
        ὄμηρος
        (ADJ)
        2
      
    
      
        Ὅμηρος
        (NOUN)
        1