διαπληκτισμός NOUN

Count: 8

ShortDef

sparring, disputing, wrangling

Dictionaries

LSJ (διαπληκτισμός)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 3
ACC 4
GEN
DAT
VOC
TOTAL 2 [] 5  

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC
GEN
DAT
VOC
TOTAL 1 [] []  

Form List

form parse count
διαπληκτισμὸς NOM.SG MASC 1
διαπληκτισμὸν ACC.SG MASC 1
διαπληκτισμοί NOM.PL MASC 1
διαπληκτισμοὶ NOM.PL MASC 1
διαπληκτισμοὺς ACC.PL MASC 3
διαπληκτισμός NOM.SG FEM 1