συγκομιστός ADJ

Count: 13

ShortDef

brought together

Dictionaries

LSJ (συγκομιστός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συγκόμιστος (ADJ) 1
συγκομιστός (NOUN) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 7
ACC 3
GEN
DAT
VOC
TOTAL 5 [] 5  

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC 1
GEN
DAT 1
VOC
TOTAL [] [] 3  

Form List

form parse count
ξυγκομιστὸς NOM.SG MASC 1
συγκομιστὸς NOM.SG MASC 1
συγκομιστὸν ACC.SG MASC 2
συγκομιστόν ACC.SG MASC 1
ξυγκομιστοὶ NOM.PL MASC 3
συγκομιστοὶ NOM.PL MASC 2
συγκομιστὰ NOM.PL NEUT 1
συγκομιστὰ ACC.PL NEUT 1
συγκομιστοῖσι DAT.PL NEUT 1