δικολόγος NOUN

Count: 10

ShortDef

a pleader, advocate

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δικολόγος)
LSJ (δικολόγος)
Middle Liddell (δικολόγος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

δικολόγος (VERB) 3
δικολόγος (ADJ) 4
δικολόγος (ADV) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 4
ACC 3
GEN 1
DAT 1
VOC 1
TOTAL 3 [] 7  

Form List

form parse count
δικολόγοϲ NOM.SG MASC 1
δικολόγο GEN.SG MASC 1
δικολόγοϲ VOC.SG MASC 1
δικολόγοι NOM.PL MASC 3
δικολόγους ACC.PL MASC 3
δικολόγοις DAT.PL MASC 1