στερρός ADV

Count: 8

ShortDef

stiff, firm, solid, strong
barren

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στερρός)
LSJ (στερρός)
LSJ (στερρός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στερρός (ADJ) 92
στέρρος (ADJ) 1
Στέρρος (NOUN) 1
Στερρός (NOUN) 4

Form List

form parse count
στερρῶς INDECL 8