ἀνθρωπόμορφος NOUN

Count: 11

ShortDef

of human form

Dictionaries

LSJ (ἀνθρωπόμορφος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀνθρωπόμορφος (ADJ) 62
ἀνθρωπομόρφος (ADJ) 4
ἀνθρωπομόρφος (NOUN) 1

Form List

form parse count
ἀνθρωπόμορφον ACC.SG MASC 1
ἀνθρωπομόρφου GEN.SG MASC 3
ἀνθρωπομόρφῳ DAT.SG MASC 3
ἀνθρωπομόρφους ACC.PL MASC 3
ἀνθρωπομόρφοις DAT.PL MASC 1