προαγωνιστής NOUN

Count: 13

ShortDef

one who fights for

Dictionaries

LSJ (προαγωνιστής)
Middle Liddell (προαγωνιστής)

Form List

form parse count
προαγωνιστὴς NOM.SG MASC 1
προαγωνιστὴν ACC.SG MASC 2
προαγωνιστήν ACC.SG MASC 1
προαγωνιστῇ DAT.SG MASC 3
προαγωνιστὰς ACC.PL MASC 3
προαγωνιστῶν GEN.PL MASC 1
προαγωνισταῖς DAT.PL MASC 2