στρατιωτικός NOUN

Count: 16

ShortDef

of or for soldiers

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στρατιωτικός)
LSJ (στρατιωτικός)
Lexicon Thucydideum (στρατιωτικός)
Lexicon Thucydideum (στρατιωτικός)
Middle Liddell (στρατιωτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στρατιωτικός (ADJ) 845
στρατιωτικός (ADV) 19
στρατιωτικὸς (ADJ) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 6
ACC 2
GEN
DAT
VOC
TOTAL 1 [] 7  

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 3
ACC 4
GEN 1
DAT
VOC
TOTAL 8 [] []  

Form List

form parse count
Sklaven ACC.SG MASC 1
Στρατιωτικοὶ NOM.PL MASC 3
στρατιωτικοί NOM.PL MASC 2
Στρατιωτικοί NOM.PL MASC 1
στρατιωτικούς ACC.PL MASC 1
στρατιωτικόν NOM.SG NEUT 2
στρατιωτικὸν NOM.SG NEUT 1
στρατιωτικόν ACC.SG NEUT 3
στρατιωτικὸν ACC.SG NEUT 1
στρατιωτικοῦ GEN.SG NEUT 1