ψιθυρισμός NOUN

Count: 23

ShortDef

a whispering

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ψιθυρισμός)
LSJ (ψιθυρισμός)
Middle Liddell (ψιθυρισμός)

Form List

form parse count
ψιθυρισμὸς NOM.SG MASC 2
ψιθυρισμός NOM.SG MASC 1
ψιθυρισμόν ACC.SG MASC 3
ψιθυρισμὸν ACC.SG MASC 3
ψιθυρισμοῦ GEN.SG MASC 2
ψιθυρισμῷ DAT.SG MASC 2
ψιθυρισμοὶ NOM.PL MASC 1
ψιθυρισμοί NOM.PL MASC 1
ψιθυρισμούς ACC.PL MASC 2
ψιθυρισμοὺς ACC.PL MASC 1
ψιθυρισμοῖς DAT.PL MASC 1
ψιθυρισμοί NOM.PL FEM 2
ψιθυρισμῶν GEN.PL FEM 2