ἁπόστολος NOUN

Count: 8

ShortDef

No short def.

Dictionaries

No dictionary entries.

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀπόστολος (NOUN) 4,538
ἀπόστολος (ADJ) 956
αποστολος (NOUN) 10
ἀπόστολος (VERB) 10
ἀποστολός (NOUN) 3
ἀποστολος (NOUN) 8
ἄποστολος (NOUN) 1
ἀπὀστολος (NOUN) 1
ἁπόστολος (ADJ) 1
ἀπόστολος (ART) 1
απόστολος (NOUN) 1
̓αποστόλος (NOUN) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 2
ACC 1
GEN 3
DAT 2
VOC
TOTAL 1 [] 7  

Form List

form parse count
Ἁπόστολον ACC.SG MASC 1
ἁπόστολοι NOM.PL MASC 1
Ἁπόστολοι NOM.PL MASC 1
Ἁποστόλων GEN.PL MASC 3
Ἁποστόλοις DAT.PL MASC 2