ὀρός ADJ
Count: 7
ShortDef
the watery or serous part of milk
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (ὀρός)
LSJ (ὀρός)
Cunliffe (Lex Entries) (ὀρός)
Middle Liddell (ὀρός)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ὄρος
(NOUN)
9,498
ὅρος
(NOUN)
8,126
ὄρος
(ADV)
82
ὅρος
(VERB)
93
ὄρος
(VERB)
115
ὀρός
(NOUN)
47
ορος
(NOUN)
15
ὅρος
(ADV)
8
ὅρος
(ADJ)
18
όρος
(NOUN)
3
ὄρος
(CONJ)
2
ὄρος
(x-)
1
ὅρος
(PREP)
1
ὅρος
(PRONOUN)
5
ὀρος
(NOUN)
2
ὀρός
(VERB)
1
ὄρος
(ADJ)
6
ορος
(ADJ)
2
ορος
(ADV)
1
όρος
(ADV)
1
όρος
(VERB)
1
ορός
(NOUN)
1
ὅρος
(PTCL)
1
ὅρος
(x-)
1
ὅρος
(ART)
1
ὁρος
(NOUN)
2
όρος
(ADJ)
1
ὅρος
(CONJ)
1
ὅρος
(NOUN)
8
ὄρος
(NOUN)
2
ὁρος
(NOUN)
1
ὊΡΟΣ
(NOUN)
1