τρύγητος ADJ
Count: 11
ShortDef
a vintage, harvest
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (τρύγητος)
LSJ (τρύγητος)
Lexicon Thucydideum (τρύγητος)
Middle Liddell (τρύγητος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
τρυγητός
(NOUN)
51
τρύγητος
(NOUN)
14
τρυγητός
(ADJ)
6
τρυγήτος
(NOUN)
4
τρυγήτος
(ADJ)
3