στολισμός NOUN

Count: 16

ShortDef

equipping, dressing

Dictionaries

LSJ (στολισμός)

Form List

form parse count
στολισμὸς NOM.SG MASC 4
στολισμός NOM.SG MASC 1
Στολισμὸς NOM.SG MASC 1
στολισμὸν ACC.SG MASC 4
στολισμόν ACC.SG MASC 2
στολισμοῦ GEN.SG MASC 2
στολισμῷ DAT.SG MASC 1
στολισμοὶ NOM.PL MASC 1