κατοικισμός NOUN

Count: 18

ShortDef

habitation

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατοικισμός)
LSJ (κατοικισμός)

Form List

form parse count
κατοικισμὸς NOM.SG MASC 3
κατοικισμός NOM.SG MASC 1
κατοικισμὸν ACC.SG MASC 4
κατοικισμόν ACC.SG MASC 3
κατοικισμοῦ GEN.SG MASC 2
κατοικισμοὶ NOM.PL MASC 1
κατοικισμοὺς ACC.PL MASC 3
κατοικισμῶν GEN.PL MASC 1