προσποιητός ADJ

Count: 32

ShortDef

taken to oneself, assumed, affected, pretended

Dictionaries

LSJ (προσποιητός)
Middle Liddell (προσποιητός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

προσποιητός (ADV) 17
προσποίητος (ADJ) 24
προσποιητός (VERB) 4
προσποίητος (ADV) 3
προσποίητος (VERB) 1

Form List

form parse count
προσποιητὸς NOM.SG MASC 2
προσποιητός NOM.SG MASC 2
προςποιητὸς NOM.SG MASC 1
προσποιητκὸς NOM.SG MASC 1
προσποιητοῦ GEN.SG MASC 1
προσποιητὴ NOM.SG FEM 1
προσποιητὴν ACC.SG FEM 4
προσποιητὸν ACC.SG FEM 2
προσποιητόν ACC.SG FEM 1
προσποιητήν ACC.SG FEM 1
προσποιητῆς GEN.SG FEM 4
προσποιητοῦ GEN.SG FEM 3
προσποιητῇ DAT.SG FEM 2
προσποιητὸν NOM.SG NEUT 1
προϲποιητὸν ACC.SG NEUT 1
προσποιητοῦ GEN.SG NEUT 1
προσποιητὰ ACC.PL NEUT 3
προσποιητῶν GEN.PL NEUT 1