τριταγωνιστής NOUN

Count: 11

ShortDef

the player who took the third part, a third-rate actor

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τριταγωνιστής)
LSJ (τριταγωνιστής)
Middle Liddell (τριταγωνιστής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

τριταγωνιστής (VERB) 1

Form List

form parse count
τριταγωνιστὴν ACC.SG MASC 4
τριταγωνιστήν ACC.SG MASC 2
Τριταγωνιστῇ DAT.SG MASC 1
τριταγωνιστά VOC.SG MASC 1
τριταγωνισταὶ NOM.PL MASC 1
τριταγωνισταῖς DAT.PL MASC 2