πατροκασίγνητος NOUN

Count: 16

ShortDef

a father's brother

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πατροκασίγνητος)
LSJ (πατροκασίγνητος)
Cunliffe (Lex Entries) (πατροκασίγνητος)
Middle Liddell (πατροκασίγνητος)