συνδιαιτητής NOUN

Count: 8

ShortDef

a joint arbitrator

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνδιαιτητής)
LSJ (συνδιαιτητής)
Middle Liddell (συνδιαιτητής)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 2
ACC 1
GEN 5
DAT
VOC
TOTAL 2 [] 6  

Form List

form parse count
ϲυνδιαιτητήϲ NOM.SG MASC 2
ϲυνδιαιτητὰϲ ACC.PL MASC 1
συνδιαιτητῶν GEN.PL MASC 5