κατηρεφής ADJ

Count: 40

ShortDef

covered over, vaulted, overhanging

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατηρεφής)
LSJ (κατηρεφής)
Cunliffe (Lex Entries) (κατηρεφής)
Middle Liddell (κατηρεφής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κατηρεφής (VERB) 4
κατηρεφής (NOUN) 3

Form List

form parse count
κατηρεφῆ ACC.SG MASC 1
κατηρεφέος GEN.SG MASC 1
κατηρεφεῖ DAT.SG MASC 1
κατηρεφεῖς NOM.PL MASC 1
κατηρεφέες NOM.PL MASC 1
κατηρεφεῖς ACC.PL MASC 2
κατηρεφέας ACC.PL MASC 2
κατηρεφέεσσι DAT.PL MASC 1
κατηρεφὴς NOM.SG FEM 1
κατηρεφῆ ACC.SG FEM 2
κατηρεφεῖ DAT.SG FEM 3
κατηρεφέες NOM.PL FEM 2
κατηρεφεῖς NOM.PL FEM 1
κατηρεφέαϲ ACC.PL FEM 1
κατηρεφέας ACC.PL FEM 1
κατηρεφὲς NOM.SG NEUT 4
κατηρεφές NOM.SG NEUT 2
κατηρεφὲς ACC.SG NEUT 5
κατηρεφές ACC.SG NEUT 3
κατηρεφέα NOM.PL NEUT 1
κατηρεφῆ ACC.PL NEUT 2
κατηρεφέʼ ACC.PL NEUT 1
κατηρεφέεσσι DAT.PL NEUT 1