διμοιρίτης NOUN

Count: 17

ShortDef

one who receives double pay

Dictionaries

LSJ (διμοιρίτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διμοιρίτης (VERB) 1

Form List

form parse count
διμοιρίτης NOM.SG MASC 5
διμοιρίτηϲ NOM.SG MASC 2
Διμοιρίτηϲ NOM.SG MASC 1
διμοιρίτην ACC.SG MASC 4
Διμοιρῖται NOM.PL MASC 3
διμοιρίτας ACC.PL MASC 1
διμοιριτῶν GEN.PL MASC 1