αὐτοκίνητος ADV
Count: 5
ShortDef
self-moved
Dictionaries
LSJ (αὐτοκίνητος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
αὐτοκίνητος
(ADJ)
648
αὐτοκίνητος
(PRONOUN)
10
αὐτοκίνητος
(NOUN)
4
αυτοκίνητος
(NOUN)
1
αὐτοκίνητος
(VERB)
4
αύτοκίνητος
(ADJ)
1
Form List
| form | parse | count |
|---|---|---|
| αὐτοκινήτως | INDECL | 5 |