γελωτοποιός NOUN

Count: 15

ShortDef

exciting laughter

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (γελωτοποιός)
LSJ (γελωτοποιός)
Middle Liddell (γελωτοποιός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

γελωτοποιός (VERB) 11
γελωτοποιός (ADJ) 54

Form List

form parse count
γελωτοποιὸς NOM.SG MASC 2
γελωτοποιόϲ NOM.SG MASC 1
γελωτοποιοῦ GEN.SG MASC 4
γελωτοποιῷ DAT.SG MASC 1
γελωτοποιοὺς ACC.PL MASC 2
γελωτοποιῶν GEN.PL MASC 5