βροτολοιγός NOUN

Count: 21

ShortDef

plague of man, bane of men

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (βροτολοιγός)
LSJ (βροτολοιγός)
Cunliffe (Lex Entries) (βροτολοιγός)
Middle Liddell (βροτολοιγός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

βροτολοιγός (ADJ) 31
βροτόλοιγος (NOUN) 1
βροτόλοιγος (ADJ) 1
βροτολοιγός (VERB) 1
βροτολοιγός (ADV) 1

Form List

form parse count
βροτολοιγὸς NOM.SG MASC 2
βροτολοιγόϲ NOM.SG MASC 2
Βροτολοιγόϲ NOM.SG MASC 1
βροτολοιγὸν ACC.SG MASC 2
Βροτολοιγὸν ACC.SG MASC 1
βροτολοιγοῦ GEN.SG MASC 1
βροτολοιγῷ DAT.SG MASC 1
βροτολοιγὼ NOM.DU MASC 2
βροτολοιγέ NOM.PL MASC 2
βροτολοιγοῦ NOM.PL MASC 1
βροτολοιγέ VOC.PL MASC 5
βροτολοιγός NOM.SG FEM 1