τερατοσκόπος ADJ

Count: 16

ShortDef

observer of τέρατα, soothsayer, diviner

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τερατοσκόπος)
LSJ (τερατοσκόπος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

τερατόσκοπος (NOUN) 7
τερατοσκόπος (NOUN) 14
τερατόσκοπος (ADJ) 4

Form List

form parse count
τερατοσκόπος NOM.SG MASC 4
τερατοσκόπον ACC.SG MASC 1
τερατοσκόπε VOC.SG MASC 3
τερατοσκόποι NOM.PL MASC 6
τερατοσκόπους ACC.PL MASC 1
τερατοσκόποι VOC.PL MASC 1