συμποτικός ADJ

Count: 69

ShortDef

of or for a συμπόσιον, convivial, jolly

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμποτικός)
LSJ (συμποτικός)
Middle Liddell (συμποτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συμποτικός (NOUN) 14
συμποτικός (ADV) 2

Form List

form parse count
συμποτικός NOM.SG MASC 3
ξυμποτικὸς NOM.SG MASC 2
συμποτικὸς NOM.SG MASC 2
συμποτικόν ACC.SG MASC 3
συμποτικὸν ACC.SG MASC 1
συμποτικοῦ GEN.SG MASC 1
συμποτικῷ DAT.SG MASC 1
συμποτικοί NOM.PL MASC 3
συμποτικοὶ NOM.PL MASC 1
συμποτικοὺς ACC.PL MASC 2
συμποτικούς ACC.PL MASC 1
συμποτικῶν GEN.PL MASC 1
ϲυμποϲίοιϲ DAT.PL MASC 1
Συμποτικοῖς DAT.PL MASC 1
συμποτικοῖς DAT.PL MASC 1
συμποτική NOM.SG FEM 2
συμποτικὴ NOM.SG FEM 2
συμποτικὴν ACC.SG FEM 5
συμποτικῆς GEN.SG FEM 2
συμποτικαί NOM.PL FEM 1
συμποτικαὶ NOM.PL FEM 1
συμποτικὰς ACC.PL FEM 6
συμποτικῶν GEN.PL FEM 1
συμποτικαῖς DAT.PL FEM 2
συμποτικόν NOM.SG NEUT 1
συμποτικὸν ACC.SG NEUT 5
συμποτικόν ACC.SG NEUT 3
συμποτικὰ NOM.PL NEUT 1
συμποτικά NOM.PL NEUT 1
συμποτικά ACC.PL NEUT 1
συμποτικὰ ACC.PL NEUT 1
συμποτικῶν GEN.PL NEUT 3
συμποτικοῖς DAT.PL NEUT 1
ϲυμποϲίοιϲ DAT.PL NEUT 1
Συμποτικοῖς DAT.PL NEUT 1
συμποτικώτερον COMP NOM.SG NEUT 1
συμποτικώτατον SUP ACC.SG MASC 1
συμποτικώτατε SUP VOC.SG MASC 1
συμποτικώτατοι SUP NOM.PL MASC 1