πολιορκητής NOUN

Count: 38

ShortDef

taker of cities

Dictionaries

LSJ (πολιορκητής)
Middle Liddell (πολιορκητής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πολιορκητής (ADJ) 1
πολιορκητής (NOUN) 1

Form List

form parse count
πολιορκητὴς NOM.SG MASC 6
Πολιορκητὴς NOM.SG MASC 4
πολιορκητής NOM.SG MASC 1
Πολιορκητὴϲ NOM.SG MASC 1
Πολιορκητής NOM.SG MASC 1
πολιορκητὴν ACC.SG MASC 3
Πολιορκητὴν ACC.SG MASC 3
Πολιορκητήν ACC.SG MASC 2
Πολιορκητοῦ GEN.SG MASC 6
πολιορκητοῦ GEN.SG MASC 1
Πολιορκητῇ DAT.SG MASC 1
Πολιορκηταὶ NOM.PL MASC 1
πολιορκητὰς ACC.PL MASC 3
πολιορκητάς ACC.PL MASC 1
πολιορκητῶν GEN.PL MASC 2
πολιορκηταῖς DAT.PL MASC 2