ἐπιτηδές ADV
Count: 7
ShortDef
advisedly; designedly, deceitfully
Dictionaries
LSJ (ἐπιτηδές)
Cunliffe (Lex Entries) (ἐπιτηδές)
Middle Liddell (ἐπιτηδές)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἐπίτηδες
(ADV)
313
ἐπίτηδες
(CONJ)
7
ἐπίτηδες
(NOUN)
21
ἐπιτηδές
(ADJ)
15
ἐπίτηδες
(ADJ)
9
ἐπίτηδες
(VERB)
24
ἐπίτηδες
(ADV)
1