χειροπληθής ADJ

Count: 39

ShortDef

filling the hand, as large as can be held in the hand

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (χειροπληθής)
LSJ (χειροπληθής)
Anabasis Mather (χειροπληθής)
Middle Liddell (χειροπληθής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

χειρόπληθής (ADJ) 2
χειροπληθὴς (ADJ) 2
χειροπληθής (NOUN) 1
χειροπληθής (VERB) 1
χειροπληθής (ADV) 1

Form List

form parse count
χειροπληθῆ ACC.SG MASC 1
χειροπληθεῖ DAT.SG MASC 2
χειροπληθ VOC.SG MASC 1
χειροπληθὲς VOC.SG MASC 1
χειροπληθεῖς NOM.PL MASC 1
χειροπληθεῖς ACC.PL MASC 1
χειροπληθῶν GEN.PL MASC 2
χειροπληθέσι DAT.PL MASC 2
χειροπληθέσιν DAT.PL MASC 1
χειροπληθῆ ACC.SG FEM 2
χειροπληθεῖς NOM.PL FEM 2
χειροπληθεῖς ACC.PL FEM 3
χειροπληθὲς NOM.SG NEUT 6
χειροπληθές NOM.SG NEUT 2
χειροπληθὲς ACC.SG NEUT 4
χειροπληθές ACC.SG NEUT 2
χειροπληθοῦς GEN.SG NEUT 1
χειροπληθὲς VOC.SG NEUT 1
χειροπληθῆ NOM.PL NEUT 1
χειροπλήθη ACC.PL NEUT 2
χειροπληθῆ ACC.PL NEUT 1